- κουφισμός
- κουφισμός, ὁ (AM) [κουφίζω (II)]1. ανακούφιση, ελάφρυνση από σωματικό ή ψυχικό πόνο («κουφισμὸς συμφορᾱς», Ιώσ.)2. φορολογική απαλλαγήμσν.1. γραμμ. έκθλιψη2. ανύψωση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κουφισμός — remission masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κουφισμοί — κουφισμός remission masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κουφισμοῦ — κουφισμός remission masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κουφισμούς — κουφισμός remission masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κουφισμῶν — κουφισμός remission masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κουφισμῷ — κουφισμός remission masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κουφισμόν — κουφισμός remission masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κουφισμῶι — κουφισμῷ , κουφισμός remission masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)